ανασκελώνω

ανασκελώνω
ἀνασκελώνω (Μ) [ανάσκελα]
1. ρίχνω κάτω ανάσκελα
2. (μέσ., -ώνομαι)
πέφτω ανάσκελα, ανοίγω τα σκέλη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ανασκελώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, ρίχνω κάποιον με τη ράχη κάτω: Ήταν ολοφάνερα δυνατότερός του και τις τρεις φορές που πάλεψαν τον είχε ανασκελώσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”